σερβιτόρος — ο θηλ. σερβιτόρα (λ. ιταλ.) 1. υπάλληλος εστιατορίου ή καφενείου, γκαρσόνι. 2. αυτός που σερβίρει τα φαγητά ή τα ποτά, υπηρέτης, τραπεζοκόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκαρσόν — και γκαρσόνι, το υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου κ.λπ., σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garcon «αγόρι»] … Dictionary of Greek
δωρόδειπνος — δωρόδειπνος, ο (Α) αυτός που προσφέρει ή σερβίρει το δείπνο, ο σερβιτόρος … Dictionary of Greek
μπάρμαν — ο άκλ. 1. υπάλληλος μπαρ ο οποίος ασχολείται κυρίως με την παρασκευή κοκτέιλ 2. σερβιτόρος σε μπαρ 3. ιδιοκτήτης μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barman] … Dictionary of Greek
στρούκτωρ — ωρος, ὁ, ΜΑ σερβιτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. structor «τραπεζοκόμος»] … Dictionary of Greek
Έλινγκτον, Ντιουκ — (Edward Kennedy «Duke» Ellington, Ουάσινγκτον 1899 – Νέα Υόρκη 1974). Αφροαμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε να μελετά πιάνο και σχέδιο σε ηλικία επτά ετών και το 1915 εμφανίστηκε ως πιανίστας στο κέντρο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
γκαρσόνι — το (λ. γαλλ.), ο σερβιτόρος: Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερβίτσιο — το (λ. ιταλ.), σύνολο επιτραπέζιων σκευών: Σερβίτσιο του καφέ. –Ο σερβιτόρος δεν έφερε σερβίτσια για όλους μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραπεζοκόμος — ο αυτός που υπηρετεί αυτούς που τρώνε σε γεύμα, τραπεζιέρης, σερβιτόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)